συγχορευταί

συγχορευταί
συγχορευτής
companion in the dance
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τίτυρος — (I) ὁ, Α (δωρ. τ.) 1. βραχύουρος πίθηκος 2. (στη Λακωνία) τιτυρίς* 3. ως κύριο όν. Τίτυρος α) Σάτυρος («oἱ συγχορευταὶ Διονύσου Σάτυροι... Τίτυροι ὀνομαζόμενοι», Αιλ.) β) σύνηθες όνομα ποιμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. αβέβαιης ετυμολ. σχηματισμένος πιθ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”